- μελαίνω
- (Α μελαίνω)κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.)αρχ.1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ' ὅτε καὶ μελαίνει τὴν φράσιν καὶ πολλὰ αἰνιγματωδῶς ἐκφέρει», Αθήν.)4. μτφ. αμαυρώνω την υπόληψη κάποιου, συκοφαντώ5. παθ. μελαίνομαια) βάφομαι με μαύρο χρώμα («τῶν πρεσβυτέρων αἱ λευκότεραι τρίχες ἐμελαίνοντο», Πλάτ.)β) δέχομαι μαυράδα, σκιερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μελαν-jω με επένθεση τού -j- < μέλας, -ανος].
Dictionary of Greek. 2013.